- τάχος
- το, ΝΜΑ [ταχύς]1. ταχύτητα, γρηγοράδα, γοργότητα2. φρ. α) «εν τάχει»(λόγ. τ.) γρήγορα, εσπευσμέναβ) «όσον τάχος»(λόγ. τ.) όσο το δυνατόν πιο γρήγορααρχ.1. (στη δοτ.) τάχειταχέως2. (στην αιτ.) τάχοςταχέως3. φρ. α) «διὰ τάχους» ή «εἰς τάχος» ή «κατὰ τάχος» ή «μετὰ τάχους» ή «σὺν τάχει» — ταχέως, γρήγορα, εσπευσμέναβ) «ὡς τάχος» ή «ὅ,τι τάχος» ή «ή [ή δωρ. τ. ᾇ] τάχος» — όσο το δυνατόν πιο γρήγοραγ) «τάχος φρενῶν» — ταχεία έξαψη τής οργής (Ευρ.)δ) «τάχος ψυχῆς» — ταχεία αντίληψη» (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.